1 δολερός
νόος Hdt.2.151
φρήν S.Ph. 1112
δολερὸν πέφυκεν ἄνθρωπος Arr.An.4.5.1
δ. ἔρως Pl. Smp. 205d
- ρῶς Ph.2.314
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολερός